- λατερίωση
- η(γεωλ. -εδαφολ.) διεργασία πλήρους εξαλλοίωσης η οποία συνίσταται στην ολική αποσύνθεση τών αργιλοπυριτικών και σιδηρούχων πετρωμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laterization < αγγλ. laterite (< λατ. later) + -ization].
Dictionary of Greek. 2013.